1 μετρητός
πένθος οὐ μ. E.Ba. 1244
μετρητὸν πίνειν Plu.2.156e
οὐ χοίνικι μ. ἡ τροφή Iamb.Protr.21
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετρητός